- ρούκα
- ηβλ. ρόκα (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… … Dictionary of Greek
Κλάπερτον, Χιου — (Hugh Clapperton, 1788 – 1827). Άγγλος εξερευνητής. Αρχικά υπηρέτησε στο ναυτικό, στις Αντίλλες και στον Καναδά. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, πήρε μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Γουόλτερ Ούντνεϊ στη βόρεια Αφρική. Το 1822 ξεκίνησε από την… … Dictionary of Greek
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek